τηλῶπις

From LSJ

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424

German (Pape)

[Seite 1107] ιδος, ἡ, bes. fem. zu τηλωπός, Orph. Arg. 898.

Greek (Liddell-Scott)

τηλῶπις: -ιδος, ἰδιότυπον θηλ. τοῦ ἑπομ., τηλῶπις ἄνασσα Ὀρφ. Ἀργ. 898.

Greek Monolingual

-ώπιδος, ἡ, Α
βλ. τηλωπός.