τηλῶπις

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265

German (Pape)

[Seite 1107] ιδος, ἡ, bes. fem. zu τηλωπός, Orph. Arg. 898.

Greek (Liddell-Scott)

τηλῶπις: -ιδος, ἰδιότυπον θηλ. τοῦ ἑπομ., τηλῶπις ἄνασσα Ὀρφ. Ἀργ. 898.

Greek Monolingual

-ώπιδος, ἡ, Α
βλ. τηλωπός.