τηλωπός
English (LSJ)
τηλωπόν, (ὤψ)
A seen from afar, far away, τηλωπὸς οἰχνεῖ S.Aj. 564; without context in Supp.Epigr.2.359 (Gomphi, Hymn to lsis), Lyr. in Mitt. a. d. Papyrussamml. der Nationalbibliothek in Wien 1 (1932) p.139; fem. τηλῶπις, Orph.A.900; in 1188, Herm. restored τήλιστον.
2 metaph. of sound, heard from afar, ἰωά S.Ph.216 (lyr.); cf. τηλεφανής 2.
German (Pape)
[Seite 1107] 1) weit od. fern blickend, in die Ferne sehend. – 2) Pass. von weitem, von fern gesehen, weit zu sehen, weit; τὰ νῦν τηλωπὸς οίχνεῖ, Soph. Ai. 561. Auch auf andere Sinne übertr., ἰωά, von
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qu'on voit au loin ou de loin ; éloigné en gén. ; p. anal. qu'on entend de loin.
Étymologie: τῆλε, ὤψ.
Russian (Dvoretsky)
τηλωπός:
1 далеко видный, издали заметный: τὰ νῦν τ. οἰχνεῖ Soph. теперь он странствует далеко;
2 далеко слышный: βοᾷ τηλωπὸν ἰωάν Soph. издали слышен его крик.
Greek (Liddell-Scott)
τηλωπός: -όν, (ὢψ) ὁ μακρόθεν ὁρώμενος, μεμακρυσμένος, ἔκδημος, βοᾷ τηλωπὸν ἰωὰν Σοφ. Αἴ. 216, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb· κεἰ τανῦν τηλωπὸς οἰχνεῖ, «εἰ νῦν ἔκδημός ἐστι» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 564· οὕτω θηλ. τηλῶπις, Ὀρφ. Ἀργ. 898· ἐν δὲ στίχ. 1193, ὁ Ἕρμανν. διορθοῖ τήλιστον. 2) μεταφορ., ἐπὶ ἤχου, μακρόθεν ἀκουόμενος, Σοφ. Φιλ. 216, πρβλ. τηλεφανὴς 2.
Greek Monolingual
-ή, -όν, θηλ. και τηλῶπις, Α
1. ο ορατός από πολύ μακριά
2. μτφ. αυτός που γίνεται αισθητός από μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -ωπός (βλ. λ. όπωπα), πρβλ. πολυωπός].
Greek Monotonic
τηλωπός: -όν (ὤψ), αυτός που βλέπεται από μακριά, σε Σοφ.
2. μεταφ. λέγεται για τον ήχο, αυτός που ακούγεται από μακριά, στον ίδ.
Middle Liddell
τηλ-ωπός, όν [ὤψ]
1. seen from afar, far away, Soph.
2. metaph. of sound, heard from afar, Soph.