τιμάεις

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

German (Pape)

[Seite 1114] τιμᾶντα, dor. statt τιμῆντα, von τιμῇς.

English (Slater)

τῑμᾱεις honoured τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι τιμάεντες ἀρχᾶθεν (I. 4.7) πατρί τε Κρονίῳ τιμάεντι (τιμ.εαντι Π.: corr. G.-H.) fr. 140a. 64 (38).

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(δωρ. τ.) βλ. τιμήεις.

Russian (Dvoretsky)

τῑμάεις: άεσσα, ᾶεν дор. = τιμήεις.