τιτυοκτόνος

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561

German (Pape)

[Seite 1121] den Tityos tödtend, Callim. Dian. 110.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
meurtrier de Tityos.
Étymologie: Τιτυός, κτείνω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φόνευσε τον Τιτυό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τιτυός + -κτόνος (< κτόνος < κτείνω), πρβλ. μητροκτόνος.