τληπαθής
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
τληπαθές, = ταλαίπωρος, wretched, enduring, Zos.4.50, Sch.rec.A.Pr.231, Pers.574, etc.
German (Pape)
[Seite 1123] ές, Leid, Unglück erduldend, mühselig, unglückselig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τληπᾰθής: -ές, (*τλάω) = ταλαίπωρος, ὁ πολλὰ ὑπομένων κακά, ἄθλιος, δυστυχής, Σχολ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 231, Πέρσ. 574, κλπ. - Ἐπίρρ. τληπαθῶς, Ἐφραίμ. Καισ. 9041, σ. 214, κλπ.
Greek Monolingual
και κατά τον Ησύχ. τλατπαθής, -ές, Α
αυτός που υφίσταται ή έχει υποστεί πολλά δεινά, ταλαίπωρος («τλαιπαθές
ταλαίπωρε», Ησύχ.).
επίρρ...
τληπαθῶς Μ
άθλια, με άθλιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη- (βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας) + -παθής (< πάθος), πρβλ. αὐτοπαθής].