τουμπάρω

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

και τουμπέρνω Ν
1. (μτβ.) ανατρέπω, αναποδογυρίζω κάτι
2. ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω («το αυτοκίνητο τουμπάρισε στη στροφή»)
3. μτφ. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, παραπείθω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τούμπα (Ι). Ο τ. τουμπέρνω από τον αόρ. τούμπαρα κατά τα παίρνω, σέρνω, φέρνω].