τρίιππος

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source

German (Pape)

[Seite 1143] mit drei Pferden, τὸ τρίιππον, Dreigespann, Gloss.

Greek Monolingual

-ον, ουδ. και τριίπι(ο)ν, Α
1. αυτός που έχει τρεις ίππους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίιπον και τριίπιν
άμαξα που σύρεται από τρεις ίππους που έχουν ζευχθεί μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ἵππος «άλογο» (πρβλ. ἑξάϊππος)].