τρίτσα

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

η, Ν
1. ψάθινο θερινό καπέλο
2. το παιχνίδι τρίλια
3. παιχνίδι με ρίψη λίθων προς τα επάνω
4. φρ. «δεν έχει τρίτσα κάτσα» — δεν χωρούν πονηριές ή υπεκφυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. terza «τρίτη», κατ' επίδραση του τρία.