τραπεζώ

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰπεζώ Medium diacritics: τραπεζώ Low diacritics: τραπεζώ Capitals: ΤΡΑΠΕΖΩ
Transliteration A: trapezṓ Transliteration B: trapezō Transliteration C: trapezo Beta Code: trapezw/

English (LSJ)

ἡ, = τραπεζοφόρος 2, Hsch. (τραπεζών cod.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζώ: ἡ, = τραπεζοφόρος 2, «τραπεζώ· ἱέριεά τις Ἀθήνησιν» Ἡσύχ. (κοινῶς τραπεζών).

Greek Monolingual

(I)
-οῦς, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στην Αθήνα) ιέρεια της Παλλάδος, τραπεζοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τ. της λ. τραπεζοφόρος σχηματισμένος από τη λ. τράπεζα με κατάλ. -ώ].
(II)
-όω, Α
βλ. τραπεζώνω.