τρεχιό

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
τρέξιμο, τρεχάλα, τρεχαλητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. < ρ. τρέχω (πρβλ. φεύγω: φευγιό)].