τρεχαλητό

From LSJ

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source

Greek Monolingual

το, Ν
τρεχάλα, τρέξιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρεχάλα + κατάλ. -ητό (πρβλ. χασμουρητό)].