τρεχάλα
From LSJ
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
η, Ν
1. τρέξιμο
2. (ως επίρρ.) τρέχοντας, δρομαίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέχω + κατάλ. -αλα, κατά το πηλάλα].