τρεχάλα

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. τρέξιμο
2. (ως επίρρ.) τρέχοντας, δρομαίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέχω + κατάλ. -αλα, κατά το πηλάλα].