νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
η, Ν1. τρέξιμο2. (ως επίρρ.) τρέχοντας, δρομαίως.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέχω + κατάλ. -αλα, κατά το πηλάλα].