τρομακτικός

From LSJ

Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr

Menander, Monostichoi, 402

Greek Monolingual

και τρομαχτικός, -ή, -ό, Ν
1. αυτός που προκαλεί τρόμο, τρομερός («τρομακτική θαλασσοταραχή»)
2. μτφ. εκπληκτικός, απίστευτος (α. «τρομακτικό θάρρος» β. «τρομακτικό βάθος»).
επίρρ...
τρομακτικώς και τρομακτικά Ν
με τρόπο που προξενεί τρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρομάζω. Το επίρρ., στον λόγιο τ. τρομακτικῶς, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].