τρομακτικός
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
Greek Monolingual
και τρομαχτικός, -ή, -ό, Ν
1. αυτός που προκαλεί τρόμο, τρομερός («τρομακτική θαλασσοταραχή»)
2. μτφ. εκπληκτικός, απίστευτος (α. «τρομακτικό θάρρος» β. «τρομακτικό βάθος»).
επίρρ...
τρομακτικώς και τρομακτικά Ν
με τρόπο που προξενεί τρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρομάζω. Το επίρρ., στον λόγιο τ. τρομακτικῶς, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].