τροποποιώ

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek Monolingual

Ν
επιφέρω μεταβολές, κάνω αλλαγή σε κάτι, μεταρρυθμίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπος + -ποιώ].