τροπόσφαιρα

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(μετεωρ.) η κατώτερη ζώνη στην ατμόσφαιρα της Γης, η οποία εκτείνεται ανάμεσα στην επιφάνεια του πλανήτη μας και στην τροπόπαυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. troposphere < τρόπος + σφαίρα].