τρυγήτρια
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ἡ, fem. of τρυγητήρ, D.57.45, Poll.1.222.
German (Pape)
ἡ, fem. von τρυγητήρ, die in der Ernte od. Weinlese arbeitet, die Winzerin; Dem. 57.45 führt an, daß Bürgerinnen τιτθαὶ καὶ ἔριθοι καὶ τρυγήτριαι γενόνασιν, für Lohn, aus Armut.
Russian (Dvoretsky)
τρῠγήτρια: ἡ сборщица винограда, жница Dem.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγήτρια: ἡ, θηλ. τοῦ τρυγητήρ, Δημ. 1313. 6, Δίων Χρυσ. 7, τ. 1, σ. 260, Πολυδ. Α΄, 222.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
βλ. τρυγητής.