τρωξ
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
Greek Monolingual
ο / τρώξ, -ωγός, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. κοσμοπολίτικο κολεόπτερο έντομο που κατά το προνυμφικό στάδιο ανάπτυξής του τρέφεται με τρίχες και φτερά
αρχ.
1. αυτός που τρώει, που ροκανίζει κάτι και, κυρίως, σκουλήκι τών οσπρίων
2. (κατά τον Ησύχ.) τρώγλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ριζικό όν. σχηματισμένο από το θ. τρωγ- του ρ. τρώγω με κατάλ. -ς. Η λ. με την σημ. «τρώγλη» είτε αποτελεί ειδική χρήση του τ. τρώξ είτε προήλθε με ανομοίωση από τη λ. τρώγλη.