τρόλεϋ

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
τεχνολ. ηλεκτροκίνητο αυτοκίνητο που κινείται στους δημόσιους δρόμους και σε καθορισμένες διαδρομές, κυλιόμενο πάνω σε πνευστά ελαστικά επίσωτρα και τροφοδοτούμενο με ηλεκτρικό ρεύμα μέσω εναέριας δισύρματης γραμμής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. trolley, πιθ. < troll «κυλώ» + υποκορ. κατάλ. -y].