τσιγκόνερο

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

Greek Monolingual

το, Ν
διάλυμα θειικού ψευδαργύρου χρησιμοποιούμενο παλαιότερα ως φάρμακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος + νερό].