τσυρίζω

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source

Greek Monolingual

και τσιρίζω Ν
(ιδίως για νήπιο) βγάζω διαπεραστικές κραυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συρίζω (για την τροπή του σ- σε τσ-, πρβλ. κό-τσ-υφας < κό-σσ-υφος, τσεκούρι < σεκούριον)].