τυρεία

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡρεία Medium diacritics: τυρεία Low diacritics: τυρεία Capitals: ΤΥΡΕΙΑ
Transliteration A: tyreía Transliteration B: tyreia Transliteration C: tyreia Beta Code: turei/a

English (LSJ)

ἡ,
A cheese-making, Arist.HA523a6.
2 cheese-press, Tab.Heracl.1.71.
3 a cheese as an offering, φέρειν τυρείην τῷ Ἑρμῇ Schwyzer 721.9, cf. 11 (Mycale, iv B. C.).
II metaph., intrigue, roguery, Eust.620.13, Zonar.

German (Pape)

[Seite 1164] ἡ, 1) das Käsemachen, Arist. H. A. 3, 21. – 2) die Verwirrung (?).

Russian (Dvoretsky)

τῡρεία:приготовление сыра, сыроварение Arst.

Greek (Liddell-Scott)

τῡρεία: ἡ, ἡ κατασκευὴ τυροῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 21. 6. 2) πιεστήριον τυροῦ, Ἡρακλεωτ. Πίν. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 71. ΙΙ. μεταφορ., φαυλότης, πανουργία, Εὐστ. 620. 13, Ζωναρ. 1755.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ τυρεύω
μσν.
μτφ. πανουργία
αρχ.
1. τυροποιίαγάλα χρήσιμον εἰς τυρείαν», Αριστοτ.)
2. τόπος όπου παρασκευάζεται τυρί
3. είδος πιεστηρίου τυριού
4. προσφορά τυριού.