υγροβλεφαρίτιδα
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
η, Ν
ιατρ. φλεγμονή τών βλεφάρων, που προκαλεί ροή δακρύων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + βλεφαρίτιδα].