οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
-έω, Αείμαι υγρός ή ρευστός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -ρροῶ (< -ρρους< ῥόος / ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. ὁμορροῶ].