υγροσκοπία

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η υγρομετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + -σκοπία (< -σκοπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. υδροσκοπία].