υδραίικος

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν Υδραίος
1. ο σχετικός με την Ύδρα («υδραίικα έθιμα»)
2. αυτός που προέρχεται από το παραπάνω νησί («υδραίικο κανάτι»).