υπάφωνος

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
(για σύμπτωμα νόσου) αυτός που η διάγνωσή του είναι κάπως δύσκολη, ο κάπως ασαφής («ὑπάφωνον ῥῖγος», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἄφωνος «αυτός που δεν έχει φωνή»].