υπαναλαμβάνω
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Greek Monolingual
Α
αφαιρώ ελαφρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀναλαμβάνω «προσλαμβάνω»].
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Α
αφαιρώ ελαφρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀναλαμβάνω «προσλαμβάνω»].