υπαναχωρώ

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source

Greek Monolingual

ὑπαναχωρῶ, -έω, ΝΑ αναχωρώ
αποχωρώ βαθμηδόν ή κρυφά («ἐκ τῆς ἀγορᾱς ὑπανεχώρησεν», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
1. αποκηρύσσω τις διακηρυγμένες ιδέες μου
2. διαλύω μονομερώς συμφωνία ή σύμβαση.