υπερθορυβώ

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96

Greek Monolingual

Ν
1. προκαλώ μεγάλο θόρυβο
2. παθ. υπερθορυβούμαι
μτφ. θορυβούμαι σε μέγιστο βαθμό, καταθορυβούμαι.