υπερτροφία

From LSJ

νῦν δ' ἐχθρὰ πάντα, καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα (Euripides' Medea 16) → but now their love is all turned to hate, and endearment withers

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. (βοτ.-ζωολ.-ιατρ.) υπερβολική αύξηση του όγκου ενός ιστού ή ενός οργάνου του ανθρώπου ή ενός ζώου ή ενός φυτού, η οποία οφείλεται σε υπερβολική αύξηση τών διαστάσεων τών συστατικών του στοιχείων, λ.χ. τών κυττάρων και του κολλαγόνου, χωρίς όμως να αυξηθεί ο αριθμός τους, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στην υπερπλασία
2. υπερσιτισμός
3. φρ. α) «μυϊκή υπερτροφία»
ιατρ. η αύξηση του όγκου τών μυών
β) «λειτουργική υπερτροφία»
(βιολ.-ιατρ.) φυσιολογική υπερτροφία τών μυών που παρουσιάζεται έπειτα από συνεχή άσκηση, όπως λ.χ. στους αθλητές ή σε ορισμένους χειρώνακτες
γ) «αναπληρωματική αντιρροπιστική [ή αντισταθμιστική] υπερτροφία»
(βιολ.-ιατρ.) υπερτροφία οργάνου το οποίο φυσιολογικά είναι ζυγό, έχει όμως απομείνει μόνο λόγω συγγενούς απουσίας ή αφαίρεσης του ομολόγου του, λ.χ. όρχεως ή νεφρού
δ) «αναπληρωματική αναγεννητική υπερτροφία»
(βιολ.-ιατρ.) υπερτροφία που αφορά το τμήμα το οποίο απέμεινε από ένα όργανο, λ.χ. το ήπαρ, που υπέστη μερική εκτομή
ε) «προσαρμοστική υπερτροφία»
ιατρ. υπερτροφία που εμφανίζεται σε ένα κοίλο όργανο του οποίου η κένωση δυσχεραίνεται λόγω εμποδίου, όπως είναι λ.χ. η υπερτροφία του μυοκαρδίου της αριστεράς κοιλίας εξαιτίας αορτικής στένωσης
στ) «ορμονική υπερτροφία»
(βιολ.-ιατρ.) υπερτροφία οργάνων του σώματος που βρίσκονται υπό ορμονικό έλεγχο, σε περιόδους υπερπαραγωγής τών σχετικών ορμονών, όπως λ.χ. τών μαστών κατά την εγκυμοσύνη και τη γαλουχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypertrophy < υπερ- + τροφή + κατάλ. -ία. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Βυζαντίου].