υπερφορτώνω
From LSJ
Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig
Greek Monolingual
ὑπερφορτῶ, -όω, ΝΜ
υπερφορτίζω, τοποθετώ βάρος περισσότερο από το κανονικό ή το επιτρεπόμενο, παραφορτώνω.