υπομυκώμαι

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

Greek Monolingual

-άομαι, Α
(ποιητ. τ.) αποθ.) μουκανίζω, μουγκρίζω απαντώντας σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μυκῶμαι «μουγκρίζω, μουκανίζω»].