Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υποφερτός

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που μπορεί κανείς να τον υποφέρει, να τον αντέξει («το κρύο ήταν υποφερτό»)
2. μτφ. κάπως καλός, όχι τελείως κακός ή απαράδεκτος (α. «υποφερτό έργο» β. «υποφερτή παράσταση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποφέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].