υπόλοξος

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ λοξός
1. ο κάπως λοξός, πλάγιος
2. μτφ. ο κάπως ασαφής, απροσδιόριστος.
επίρρ...
ὑπολόξως Α
με πλάγιο τρόπο.