ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes
-ον, ΜΑ λοξός1. ο κάπως λοξός, πλάγιος2. μτφ. ο κάπως ασαφής, απροσδιόριστος. επίρρ...ὑπολόξως Αμε πλάγιο τρόπο.