φαρμακέμπορος

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ιδιοκτήτης φαρμακεμπορείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + έμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στους Ελληνικούς Κώδικες].