φαρμακογνώστης

From LSJ

ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
επιστήμονας που ασχολείται συστηματικά με τη φαρμακογνωσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + γνώστης (< γιγνώσκω)].