φαρμακογνώστης

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

ο, Ν
επιστήμονας που ασχολείται συστηματικά με τη φαρμακογνωσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + γνώστης (< γιγνώσκω)].