φηγών
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, oak-grove, Lat. aesculetum, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1267] ῶνος, ὁ, ein Ort, wo der Baum φηγός in Menge wächst, Hain od. Wald davon, esculetum, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
φηγών: -ῶνος, ὁ, ἄλσος ἢ δάσος ἐκ φηγοῦ, Λατ. esculetum, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, Α
τόπος πλούσιος σε φηγούς, δάσος από οξιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φηγός + κατάλ. -ών, -ῶνος (πρβλ. πευκών)].