φιέστα

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek Monolingual

και φέστα, η, Ν
1. γιορτή, πανηγύρι
2. μτφ. δυσάρεστη ιστορία ή περιπλοκή που επιφέρει διασυρμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. fiesta, ιταλ. festa < λατ. festum «γιορτή», ουδ. του επίθ. festus «εορταστικός»].