φιλοκαθάριος
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
[ᾰρ], ον, loving cleanliness, Vett.Val.3.24, Procl.Par.Ptol.90:—also φιλοκάθαρος, ον, Ptol.Tetr.63: τὸ φ. ib.62.
German (Pape)
[Seite 1280] Reinlichkeit liebend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκᾰθάριος: -ον, ὁ φιλῶν τὴν καθαριότητα, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. σ. 90.
Greek Monolingual
-ον, Α φιλοκάθαρος
φιλοκάθαρος.