φιλοκάθαρος
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
ον, = φιλοκαθάριος.
German (Pape)
[Seite 1280] Reinheit, Heiligkeit liebend, Ptolem.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά την καθαριότητα, φιλοκαθάριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + καθαρός.