φιλοκάθαρος
From LSJ
English (LSJ)
ον, = φιλοκαθάριος.
German (Pape)
[Seite 1280] Reinheit, Heiligkeit liebend, Ptolem.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά την καθαριότητα, φιλοκαθάριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + καθαρός.
Full diacritics: φιλοκάθαρος | Medium diacritics: φιλοκάθαρος | Low diacritics: φιλοκάθαρος | Capitals: ΦΙΛΟΚΑΘΑΡΟΣ |
Transliteration A: philokátharos | Transliteration B: philokatharos | Transliteration C: filokatharos | Beta Code: filoka/qaros |
ον, = φιλοκαθάριος.
[Seite 1280] Reinheit, Heiligkeit liebend, Ptolem.
-ον, Α
αυτός που αγαπά την καθαριότητα, φιλοκαθάριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + καθαρός.