φλώρος
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Greek Monolingual
ο, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία του ευρέως διαδεδομένου στην Ευρώπη και την Ελλάδα είδους ωδικών πτηνών Carduelis chloris, της οικογένειας φριγγιλ(λ)ίδες, πολύ συγγενικού με την καρδερίνα και την χρυσοκαρδίνα, με τις οποίες ανήκει στο ίδιο γένος
2. μτφ. μαλθακός και θηλυπρεπής άνδρας, ιδίως νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χλωρίων με παρετυμολογική επίδραση του τ. φλωρί].