φρενοκολικός

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
ανατ. 1.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο διάφραγμα και στο κόλον συγχρόνως
2. φρ. «φρενοκολικός σύνδεσμος»
ιατρ. περιτοναϊκή πτυχή που συνδέει την αριστερή καμπή του κόλπου με το διάφραγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρην, φρενός- + κόλο(ν)].