φτερωτός
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Greek Monolingual
-ή, -ό / πτερωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός Α
1. αυτός που έχει φτερά ή πτερύγια (α. «φτερωτό άρμα» β. «σύθην δ' ἀπέδιδος ὄχῳ πτερωτῷ», Αισχύλ.)
2. στολισμένος με φτερά (α. «φτερωτό καπέλο» β. «πτερωτοῖς ἀμπέχονται χιτωνισκίοις ἄγραις ἐπιχειροῦντες ὀρνίθων», Πλούτ.)
3. ταχύς, γρήγορος σαν να έχει φτερά (α. «ω Μούσαι, τώρα αρπάξατε την πτερωτήν βροντήν», Κάλβ.
β. «τοὺς δὲ πτερωτοῖς... τοξεύμασι... ἐμπλήσω φόνου», Ευρ.)
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η φτερωτή
τροχός νερόμυλου και, γενικά, κάθε τροχός με πτερύγια
2. φρ. α. «φτερωτός κόσμος» — τα πτηνά
β) «φτερωτός θεός» — ο Έρωτας
αρχ.
1. γεμισμένος με φτερά, πουπουλένιος («προσκεφάλαιον πτερωτόν», Πολυδ.)
2. αυτός που ηχεί στον αέρα όπως οι φτερούγες («πτερωτὸς φθόγγος», Αριστοφ.)
3. (το αρσ. ή το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ πτερωτοί και τὰ πτερωτά
τα πτηνά, τα πουλιά και, ιδίως, οι οιωνοί
4. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα πτερυγοφόρα ζώα, όπως είναι οι νυχτερίδες και τα έντομα
5. φρ. α) «πτερωτὸν γένος» — τα πτηνά (Αριστοτ.)
β) «πτερωτοὶ χιτωνίσκοι» — χιτώνες με πτερύγια (Πλουτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φτερό / πτερόν + κατάλ. -ωτός (πρβλ. ὀδοντωτός), πιθ. μέσω του ρ. πτερῶ].