φυγόστρατος
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
Greek Monolingual
ο, Ν
ανυπότακτος («τον έχουν κηρύξει φυγόστρατο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω) + στρατός (πρβλ. λιπόστρατος). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Translations
draft dodger
Catalan: pròfug, pròfuga; German: Wehrdienstumgeher, Kriegsdienstumgeher, Drückeberger; English: draft dodger, draft evader; Greek: ανυπότακτος, φυγόστρατος; Ancient Greek: ἀστράτευτος; Italian: imboscato; Polish: dekownik; Russian: уклонист; Spanish: prófugo, desertor; Turkish: asker kaçağı; Ukrainian: ухилянт