φυλακτός

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠλᾰκτός Medium diacritics: φυλακτός Low diacritics: φυλακτός Capitals: ΦΥΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: phylaktós Transliteration B: phylaktos Transliteration C: fylaktos Beta Code: fulakto/s

English (LSJ)

φυλακτή, φυλακτόν, capable of being preserved, ὑγίεια Alex.Aphr.Febr.22.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φυλάσσω
1. αυτός που μπορεί να περιφρουρηθεί, να προστατευτεί («φυλακτὸν ἡ ὑγεία», Αλέξ. Αφρ.)
2. αυτός τον οποίον αξίζει κανείς να φυλάγει, να προσέχει, αξιόλογος.