φυμάτιο
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν φύμα, φύματος]]
1. βοτ. καθένα από τα εξογκώματα που σχηματίζονται στις ρίζες τών αζωτολόγων φυτών και μέσα στα οποία βρίσκονται τα αζωτοβακτήρια
2. ιατρ. η στοιχειώδης παθολογοανατομική βλάβη που προξενεί η φυματίωση και που συνίσταται στον σχηματισμό ενός φλεγμονώδους κέντρου το οποίο περιέχει μυκοβακτηρίδια και περιβάλλεται από μία στιβάδα επιθηλοειδών κυττάρων και, έξω από αυτήν, από μια παρυφή λεμφοκυττάρων και πλασματοκυττάρων.