φωτοβολίδα
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
Greek Monolingual
η, Ν
1. πυροτεχνική συσκευή προοριζόμενη για την εκπομπή πολύ λαμπρού φωτός και χρησιμοποιούμενη για σηματοδότηση ή για φωτισμό στη θάλασσα, σε σιδηροδρόμους και αυτοκινητοδρόμους και σε στρατιωτικές επιχειρήσεις
2. εξάρτημα σε λυχνίες φωταερίου που αυξάνει τη θερμαντική ικανότητα της φλόγας
3. είδος πυροτεχνήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + βολίδα. Η λ., στον πληθ. φωτοβολίδες, μαρτυρείται από το 1887 σε συμβόλαιον δήμου Αθηναίων].